μπάρμπας , ὁ
Ερμηνεία:
[του μάρμπα, οι μπαρμπάδες, των μπαρμπάδων (ο θείος, προσφώνηση νεοτέρου ατόμου προς άγνωστο μεγαλύτερο συνηθισμένος στην Ελληνική περιφέρεια, ιδίως την εποχή του Παπαδιαμάντη]
Ετυμολογία:
[ < Μεσαιωνική λέξη από το Ιταλικό barba, που σήμαινε αρχικά τον γενειοφόρο, το σεβάσμιο < Λατινικά barba (γένειο, γένι, πηγούνι)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας». [Ο έρωτας στα χιόνια].
Ὁ μπαρμπα-Πύπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, εἶχεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου ...…[ Πάσχα Ρωμέϊκο].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|